Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πᾶν ἀγαθὸν πρὸς πᾶν ς

  • 1 συμβλητός

    A comparable, capable of being compared, abs. or c. dat., Arist. Top. 107b17, Ph. 248a11, Metaph. 1080a20, 1081a5, EN 1133a19; πᾶν ἀγαθὸν πρὸς πᾶν ς. Id.Pol. 1283a4, cf. Theoc.5.92;

    τὸ πλῆθος Thphr.CP6.3.4

    ; οὐ σ. κατὰ τοῦτο, πότερον .. Arist.Ph. 249a6;

    κατὰ τὸ μᾶλλον Id.Top. 107b13

    .
    IV fitted together, made of two or more pieces, πηδάλιον, κεραῖαι, etc., PCair.Zen.755.2, al. (iii B.C.); τὸ σ. τῶν χειλῶν line of juncture, Ruf.Onom.41.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβλητός

  • 2 εἰς

    εἰς or [full] ἐς, PREP. WITH ACC. ONLY:—both forms are found in Hom., [dialect] Ion. poets, and early metrical Inscrr.; ἐς is best attested in Hdt. and Hp., and is found in nearly all early [dialect] Ion. Inscrr. (exc. IG12(8).262.16 (Thasos, v B. C.), ib.7.235.1 (Oropus, iv B. C.)); εἰς in [dialect] Att. Inscrr. from iv B. C., IG2.115, etc.; and usu. in [dialect] Att. Prose (exc. Th.) and Com. (exc. in parody): Trag. apptly. prefer εἰς, but ἐς is used before vowels metri gr.; ἐς was retained in the phrases ἐς κόρακας (whence the Verb σκορακίζω) , ἐς μακαρίαν. [dialect] Aeol. poets have εἰς before vowels, ἐς before consonants, and this is given as the rule in Hom. by An.Ox. 1.172, cf. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533B. (Orig. ἐνς, as in IG4.554.7 ([place name] Argos), GDI4986.11 ([place name] Crete); cf. ἐν, ἰν. The diphthong is genuine in [dialect] Aeol. εἰς, but spurious in [dialect] Att.-[dialect] Ion.) Radical sense
    A into, and then more loosely, to:
    I OF PLACE, the oldest and commonest usage, εἰς ἅλα into or to the sea, Il.1.141, al.;

    εἰς ἅλαδε Od.10.351

    ;

    ἔς ῥ' ἀσαμίνθους 4.48

    ; ἐς οἶνον βάλε φάρμακον ib. 220; freq. of places, to,

    εἰς Εὔβοιαν 3.174

    ; ἐς Αἴγυπτον, etc., Hdt.1.5, etc.; ἐς Μίλητον into the territory of Miletus, ib.14;

    εἰς Ἑλλήσποντον εἰσέπλει X.HG1.1.2

    ;

    ἀφίκετο εἰς Μήδους πρὸς Κυαξάρην Id.Cyr.2.1.2

    ; εἰς ἅρματα βαίνειν to step into.., Il.8.115;

    εἰς ἐλάτην ἀναβῆναι 14.287

    ; opp. ἐκ, in such phrases as ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, from heel to ankle-joint, from head to foot, 22.397, 23.169;

    ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν 20.137

    ;

    ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ Od.7.87

    ; κἠς ἔτος ἐξ ἔτεος from year to year, Theoc. 18.15: with Verbs implying motion or direction, as of looking,

    ἰδεῖν εἰς οὐρανόν Il.3.364

    ; εἰς ὦπα ἰδέσθαι to look in the face, 9.373, etc.; εἰς ὦπα ἔοικεν he is like in face (sc. ἰδόντι), 3.158, etc.; ἐς ὀφθαλμούς τινος ἐλθεῖν to come before another's eyes, 24.204;

    ἐς ὄψιν ἀπικνέεσθαί τινος Hdt.1.136

    ;

    καλέσαι τινὰ ἐς ὄψιν Id.5.106

    , etc.; ἐς ταὐτὸν ἥκειν come to the same point, E.Hipp. 273: less freq. after a Subst.,

    ὁδὸς ἐς λαύρην Od.22.128

    ; τὸ ἐς Παλλήνην τεῖχος facing Pallene, Th.1.56;

    ξύνοδος ἐς τὴν Δῆλον Id.3.104

    , cf.Pl.Tht. 173d.
    b [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also c. acc. pers. ([dialect] Att. ὡς, πρός, παρά), Il.7.312, 15.402, Od.14.127, Hdt.4.147; also in [dialect] Att. with collective Nouns,

    ἐς τὸν δῆμον παρελθόντες Th. 5.45

    , or plurals,

    εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον D.18.103

    ; esp. of consulting an oracle,

    ἐς θεὸν ἐλθεῖν Pi.O.7.31

    ;

    εἰς Ἄμμων' ἐλθόντες Ar.Av. 619

    .
    2 with Verbs expressing restin a place, when a previous motion into or to it is implied, ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου he put it in the house (i.e. he brought it into the house, and put it there), Od.20.96; ἐς θρόνους ἕζοντο they sat them down upon the seats, 4.51, cf. 1.130; ἐφάνη λὶς εἰς ὁδόν the lion appeared in the path, Il.15.276;

    ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἦν Hdt.1.21

    (s. v.l.);

    αὐτὸς ἐς Αακεδαίμονα ἀπόστολος ἐγίνετο Id.5.38

    ;

    ἐς κώμην παραγίνονται Id.1.185

    ;

    παρῆν ἐς Σάρδις Id.6.1

    ;

    ἐς δόμους μένειν S.Aj.80

    (cod. Laur.);

    ἐς τὴν νῆσον κατέκλῃσε Th.1.109

    , cf. Hdt.3.13; ἀπόβασιν ποιήσασθαι ἐς .. Th.2.33, etc.; later used like ἐν, τὴν γῆν εἰς ἣν ὑμεῖς κατοικεῖτε LXX Nu.35.34;

    τὸ χρυσίον ὃ εἰλήφεσαν εἰς Ῥώμην D.S.14.117

    ;

    οἰκεῖν εἰς τὰ Ὕπατα Luc.Asin.1

    ;

    εἰς Ἐκβάτανα ἀποθανεῖν Ael.VH7.8

    ;

    εἰς ἅπασαν τὴν γῆν Suid.

    s.v. Καλλίμαχος: generally,

    τοὔνομα εἰς τὴν Ἑλλάδα, φασίν, Ἱππομιγὴς δύναται Ael.VH9.16

    .
    4 elliptical usages,
    a after Verbs which have no sense of motion to or into a place, τὴν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν they quitted the city for a strong position, i.e. to seek a strong position, X.An.1.2.24; γράμματα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας letters were captured [and sent] to Athens, Id.HG1.1.23, cf. Pl.R. 468a;

    ἀνίστασθαι ἐς Ἄργος E.Heracl.59

    , cf. Pl.Phd. 116a.
    b participles signifying motion are freq. omitted with εἰς, τοῖς στρατηγοῖς τοῖς εἰς Σικελίαν (sc. ἀποδειχθεῖσιν) And.1.11, etc.
    c c. gen., mostly of proper names, as εἰς Ἀΐδαο, [dialect] Att. εἰς Ἅιδου [δόμους], Il.21.48; ἐς Ἀθηναίης [ἱερόν] to the temple of Athena, 6.379; ἐς Πριάμοιο [οἶκον] 24.160, cf. 309; εἰς Αἰγύπτοιο [ῥόον] Od.4.581;

    ἐς τοῦ Κλεομένεος Hdt.5.51

    ;

    εἰς Ἀσκληπιοῦ Ar.Pl. 411

    ;

    ἐπὶ δεῖπνον [ἰέναι] εἰς Ἀγάθωνος Pl.Smp. 174a

    : with Appellatives, ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ to a rich man's house, Il.24.482;

    ἐς πατρός Od.2.195

    ; πέμπειν εἰς διδασκάλων send to school, X.Lac.2.1;

    εἰς δ. φοιτᾶν Pl.Prt. 326c

    ; ἐς σεωυτοῦ, ἑωυτοῦ, Hdt.1.108, 9.108, etc.
    II OF TIME,
    1 to denote a certain point or limit of time, up to, until,

    ἐς ἠῶ Od.11.375

    ; ἐς ἠέλιον καταδύντα till sunset, 9.161 (but also, towards or near sunset, 3.138);

    ἐκ νεότητος ἐς γῆρας Il.14.86

    ;

    ἐκ παιδὸς ἐς γῆρας Aeschin.1.180

    ; ἐς ἐμέ up to my time, Hdt.1.92, al.: with Advbs., εἰς ὅτε (cf. ἔς τε) against the time when.., Od.2.99; εἰς πότε; until when ? how long ? S.Aj. 1185 (lyr., cf.

    εἰσόκἐ; εἰς ὁπότε Aeschin.3.99

    ; ἐς τί; = εἰς πότε; Il.5.465; ἐς ὅ until, Hdt.1.93, etc.;

    ἐς οὗ Id.1.67

    , 3.31, etc.;

    ἐς τόδε Id.7.29

    , etc.
    2 to determine a period, εἰς ἐνιαυτόν for a year, i.e. a whole year, Il.19.32, Od.4.526; within the year, ib.86 (cf.

    ἐς ἐνίαυτον Alc.Supp.8.12

    );

    εἰς ὥρας Od.9.135

    ; ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην for the summer, i.e. throughout it, 14.384; ἡ εἰς ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται the expenditure for a year is expended in the month, X.Oec.7.36;

    μισθοδοτεῖν τινὰς εἰς ἓξ μῆνας D.S.19.15

    ;

    χοίνικα κριθῶν εἰς τέσσαρας ἡμέρας διεμέτρει Posidon. 36J.

    ; εἰς ἑσπέραν ἥκειν to come at even, Ar.Pl. 998; εἰς τρίτην ἡμέραν or εἰς τρίτην alone, on the third day, in two days, Pl.Hp.Ma. 286b, X.Cyr.5.3.27;

    ἥκειν ἐς τὴν ὑστεραίαν Id.An.2.3.25

    ;

    ἥκειν εἰς τὸ ἔαρ Hell.Oxy.17.4

    ; ἐς τέλος at last, Hdt.3.40; ἐς καιρόν in season, Id.4.139; οὐκ ἐς ἀναβολάς, ἀμβολάς, with no delay, Id.8.21, E.Heracl. 270, etc.; ἐς τότε at this time, v.l. in Od.7.317 (but εἰς τότε at that time (in the [tense] fut.), D.14.24, Pl.Lg. 830b); ἐς ὕστερον or τὸ ὕστερον, Od.12.126, Th.2.20: with Advbs.,

    ἐς αὔριον Il.8.538

    , Pl. Lg. 858b;

    ἔς περ ὀπίσσω Od.20.199

    ;

    ἐς αὖθις Th.4.63

    (v. εἰσαῦθις (; ἐς αὐτίκα μάλ' Ar. Pax 367; εἰς ἔπειτα (v. εἰσέπειτα (; ἐς τὸ ἔ., Th.2.64;

    ἐς ὀψέ Id.8.23

    ; εἰς ἅπαξ, v. εἰσάπαξ; εἰς ἔτι, v. εἰσέτι.
    2 freq. with Numerals,

    ἐς τριακάδας δέκα ναῶν A.Pers. 339

    ; ναῦς ἐς τὰς τετρακοσίας, διακοσίας, to the number of 400, etc., Th.1.74, 100, etc.; εἰς ἕνα, εἰς δύο, εἰς τέσσαρας, one, two, four deep, X.Cyr.2.3.21; but εἰς τέσσαρας four abreast, Aen.Tact.40.6: with Advbs., ἐς τρίς or ἐστρίς thrice, Pi.O.2.68, Hdt.1.86; of round numbers, about, X.An.1.1.10.
    3 distributive, εἰς φυλάς by tribes, LXX 1 Ki.10.21, cf. 2 Ki.18.
    4
    IV to express RELATION, towards, in regard to,

    ἐξαμαρτεῖν εἰς θεούς A.Pr. 945

    , etc.; ἁμάρτημα εἴς τινα, αἰτίαι ἐς ἀλλήλους, Isoc.8.96, Th.1.66;

    ὄνειδος ὀνειδίζειν εἴς τινα S.Ph. 522

    ;

    ἔχθρη ἔστινα Hdt.6.65

    ;

    φιλία ἐς ἀμφοτέρους Th.2.9

    ; λέγειν ἐς .. Hdt.1.86;

    γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν Id.4.98

    ;

    ἡ ἐς γῆν καὶ θάλασσαν ἀρχή Th.8.46

    .
    b of the subject of a work, esp. in titles, e.g.

    τὰ ἐς Ἀπολλώνιον Philostr. VA

    ; of the object of a dedication, as in titles of hymns, ἐπινίκια, etc.
    2 in regard to,

    πρῶτος εἰς εὐψυχίαν A.Pers. 326

    ;

    σκώπτειν ἐς τὰ ῥάκια Ar. Pax 740

    , cf. Eq.90;

    διαβάλλειν τινὰ ἔς τι Th.8.88

    ;

    αἰτία ἐπιφερομένη ἐς μαλακίαν Id.5.75

    ;

    μέμφεσθαι εἰς φιλίαν X.An.2.6.30

    ;

    εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονεῖσθαι Id.HG7.4.30

    ;

    πόλεως εὐδοκιμωτάτης εἰς σοφίαν Pl.Ap. 29d

    ; in respect of,

    εὐτυχεῖν ἐς τέκνα E.Or. 542

    , cf. Pl.Ap. 35b, etc.;

    εἰς χρήματα ζημιοῦσθαι Id.Lg. 774b

    , cf. D.22.55; ἐς τὰ ἄλλα Th.I.I;

    εἰς ἄπαντα S.Tr. 489

    ;

    ἐς τὰ πάνθ' ὁμῶς A.Pr. 736

    ;

    εἰς μὲν ταῦτα Pl.Ly. 210a

    ; τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ, S.OT 706, E. IT 691, cf. S.Ichn.346;

    ἐς ὀλίγους μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ποιεῖν Th.8.53

    ;

    ἐς πλείονας οἰκεῖν Id.2.37

    ; for τελεῖν ἐς Ἕλληνας, Βοιωτούς, ἄνδρας, etc., v. τελέω.
    3 of Manner,

    ἐς τὸν νῦν τρόπον Id.1.6

    ;

    τίθεμεν τἆλλα εἰς τὸν αὐτὸν λόγον; Pl.R. 353d

    ;

    ἐς ἓν μέλος Theoc.18.7

    : freq. periphr. for Advbs., ἐς κοινὸν φράζειν, λέγειν, A.Pr. 844, Eu. 408; ἐς τὸ πᾶν, = πάντως, Id.Ag. 682(lyr.); ἐς τάχος, = ταχέως, Ar.Ach. 686; ἐς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, Id.Av. 805;

    ἐς τἀρχαῖον Id.Nu. 593

    ;

    εἰς καλόν S. OT78

    , cf. Pl.Phd. 76e;

    ἐς δέον γεγονέναι Hdt.1.119

    , cf. S.OT 1416, and v. δέον.
    V ofan end or limit, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν, λήγειν ἐς.., to end in.., Hdt.1.120,3.125,4.39, etc.;

    ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα ου,ρον ἀνθρώπῳ προτίθημι Id.1.32

    ; καταξαίνειν ἐς φοινικίδα to cut into red rags, Ar.Ach. 320 (troch.);

    στρέφειν τι εἰς αἷμα Apoc.11.6

    ; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τελευτᾶν, εἰς ἄνδρα γενειᾶν, Pl.Tht. 173b, Theoc.14.28;

    ἐκτρέφειν τὸ σπέρμα εἰς καρπόν X.Oec.17.10

    : so with εἶναι or γίγνομαι to form a predicate,

    ἔσται εἰς ἔθνη LXXGe.17.16

    ; ἐγενήθη εἰς γυναῖκα ib.20.12; πιστὸς (sc.ἦν) εἰς προφήτην ib.IKi.3.20;

    ἐγένετο εἰς δένδρον Ev.Luc.13.19

    ,al.
    2 of Purpose or Object, εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν, πείσεται εἰς ἀγαθόν, for good, for his good, Il.9.102,11.789;

    εἰς ἀγαθὰ μυθεῖσθαι 23.305

    ;

    ἐς πόλεμον θωρήξομαι 8.376

    , cf. Hdt.7.29, etc.; ἐς φόβον to cause fear, Il.15.310;

    ἐς ὑποδήματα δεδόσθαι Hdt.2.98

    ;

    κόσμος ὁ εἰς ἑορτάς X.Oec.9.6

    ;

    ἐπιτηδεότατος, εὐπρεπής, ἔς τι Hdt.1.115

    ,2.116; εἰς κάλλος ζῆν to live for show, X.Cyr.8.1.33, cf. Ages. 9.1;

    ἐς δαίτην ἐκάλεσσε Call.Aet.1.1.5

    ;

    εἰς κέρδος τι δρᾶν S.Ph.

    III;

    πάσας φωνὰς ἱέντων εἰς ἀπόφυξιν Ar.V. 562

    ;

    εἰς γράμματα παιδὶ δεκετεῖ ἐνιαυτοὶ τρεῖς Pl.Lg. 809e

    ; εἰς τὸ πρᾶγμα εἶναι to be pertinent, to the purpose, D.36.54; freq. of expenditure on an object, IG22.102.11, 116.41, al.;

    ἐς τὸ δέον Ar.Nu. 859

    , etc.; ἐς δᾷδα ib. 612.
    B POSITION: εἰς is sts. parted from its acc. by several words,

    εἰς ἀμφοτέρω Διομήδεος ἅρματα βήτην Il.8.115

    ;

    εἰς δὲ μονάρχου δῆμος ἀϊδρίῃ δουλοσύνην ἔπεσεν Sol.9

    : seldom (only in Poets) put after its case, Il.15.59, Od.3.137,15.541, S.OC 126(lyr.): after an Adv.,

    αὔριον ἔς· τῆμος δὲ.. Od.7.318

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰς

  • 3 ποιέω

    ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.
    A

    ποίεον Il. 20.147

    ; [var] contr.

    ποίει 18.482

    ; [dialect] Ion.

    ποιέεσκον Hdt.1.36

    , 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.

    ποίησα Il.18.490

    : [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    ποιεέσκετο Hdt.7.119

    : [tense] fut.

    ποιήσομαι Il.9.397

    : in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.

    ποι- Od.5.251

    , al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;

    πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11

    ,37: [tense] aor.

    ἐποιήθην Hdt.2.159

    , etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.

    πεποίημαι Il.6.56

    , etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as

    ποῶ S. OT 918

    ,

    ποεῖν Id.Tr. 385

    ,

    ποεῖς Ar.Ach. 410

    , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol.

    πόημι πόης πόει PBouriant8.71

    ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.
    0-0 Used in two general senses, make and do.
    A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;

    εἴδωλον Od.4.796

    ; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;

    ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482

    , cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε )

    Ἀργεῖος SIG5

    (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139);

    Θεόπροπος ἐποίει Αἰγινάτας SIG18

    (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;

    τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22

    ; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;

    ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9

    ;

    πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96

    ;

    καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14

    : c. gen. materiae,

    πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62

    ;

    ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31

    ;

    φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22

    : rarely

    ποιεῖσθαί τινι

    to be made with..,

    Longus 1.4

    ; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,

    ὀβελούς Hdt.2.135

    ;

    στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16

    , cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;

    αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5

    , cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).
    2 create, bring into existence,

    γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110

    , cf. Th. 161, 579, etc.;

    ὁ ποιῶν

    the creator,

    Pl.Ti. 76c

    ;

    ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11

    :—[voice] Med., beget,

    υἱόν And.1.124

    ;

    ἔκ τινος Id.4.22

    ; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,

    παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b

    :—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.
    3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;

    π. σίτου μεδίμνους D.42.20

    ; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.
    b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12;

    ὁ Α τὸν Γ πολλαπλασιάσας τὸν Η πεποίηκεν Euc.7.19

    :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.
    d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.
    4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;

    π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53

    ; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;

    παλινῳδίαν Isoc.10.64

    , Pl.Phdr. 243b, etc.;

    ποιήματα Id.Phd. 60d

    : abs., write poetry, write as a poet,

    ὀρθῶς π. Hdt.3.38

    ;

    ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16

    , cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,

    ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193

    ;

    εἴς τινα Pl.Phd. 61b

    ;

    περὶ θεῶν Id.R. 383a

    , etc.
    c describe in verse,

    θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a

    ; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;

    μῦθον Lycurg.100

    .
    d invent,

    καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b

    ; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;

    πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29

    , cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.
    II bring about, cause,

    τελευτήν Od.1.250

    ;

    γαλήνην 5.452

    ;

    φόβον Il.12.432

    ;

    σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10

    ;

    τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8

    ;

    αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54

    , etc.; also of things,

    ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14

    ;

    ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6

    , cf. 2.89.
    b c. acc. et inf., cause or bring about that..,

    σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258

    ;

    π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926

    ;

    π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459

    , cf. 746;

    π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912

    , cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,

    π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109

    , cf. 1.209;

    ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18

    :—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.
    2 procure,

    π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76

    ;

    ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1

    ; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,

    κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126

    ;

    ἄδειαν Th.6.60

    ;

    τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25

    ;

    τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11

    , cf. Th.1.5.
    3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,

    π. ἱρά Hdt.9.19

    , cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);

    π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1

    ; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;

    τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15

    ;

    παννυχίδα π. Pl.R. 328a

    ; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;

    π. ἐπαρήν SIG38.30

    (Teos, v B.C.); also of political assemblies,

    π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746

    , Th.1.139;

    π. μυστήρια Id.6.28

    ([voice] Pass.);

    ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67

    :—[voice] Med.,

    ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2

    ;

    ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57

    (v.l.);

    δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34

    ;

    π. ἀγῶνα Id.4.91

    ;

    π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169

    .
    4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,

    πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48

    ; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;

    σπονδὰς π. X.An.4.3.14

    ;

    ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29

    ; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;

    σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28

    , etc.:—[voice] Pass.,

    ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77

    , etc.
    5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;

    π. ὁδόν Id.7.42

    , 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.
    III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;

    τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2

    , etc.;

    χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b

    : with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;

    ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387

    ;

    ταμίην ἀνέμων 10.21

    ;

    γέροντα 16.456

    ;

    ἄκοιτίν τινι Il.24.537

    ;

    γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818

    ; [

    μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5

    ;

    πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156

    ;

    Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29

    , etc.;

    π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39

    : hence, appoint, instal,

    τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6

    ;

    δώδεκα Ev.Marc.3.14

    :—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,

    ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3

    , cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;

    π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180

    : generally,

    ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433

    ;

    π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54

    ;

    μαθητήν Pl.Cra. 428b

    ;

    τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119

    ; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129;

    μηδ' ἃ μὴ 'θιγες ποιοῦ σεαυτῆς S.Ant. 547

    .
    IV put in a certain place or condition, etc.,

    ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274

    ;

    σφῶϊν ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν Il.13.55

    ;

    αἲ γὰρ τοῦτο θεοὶ ποιήσειαν ἐπὶ νόον νησιώτῃσι Hdt.1.27

    , cf. 71;

    ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136

    ;

    τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109

    ;

    ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33

    ;

    ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3

    ;

    ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37

    ; of troops, form them,

    ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11

    , cf. 3.4.21; in politics,

    ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53

    ; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;

    μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61

    :—[voice] Med.,

    ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201

    , cf.5.103, etc.;

    ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22

    ; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;

    τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106

    ; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών)

    ; ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9

    .
    2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.
    V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,

    δεινὰ π. 2.121

    .έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;

    μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119

    ; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;

    οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118

    : freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;

    ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498

    ;

    ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5

    ;

    ἐν ὀργῇ D.1.16

    ; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;

    παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11

    ; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;

    περὶ παντός Id.2.15

    (rarely

    πολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d

    ); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.
    VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);

    ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23

    , cf. To.10.7;

    δύο ἡμέρας ποιεῖ ἐν τῷ Ἀνουβιείῳ UPZ70.21

    (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);

    τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35

    ; tarry, stay,

    μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3

    , cf. AP11.330 (Nicarch.).
    VIII in later Greek, sacrifice,

    μοσχάριον LXXEx.29.36

    ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.
    IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).
    X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.
    B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5;

    περὶ ὧν πράττει καὶ μέλλει ποιεῖν Id.8.2

    , cf. 18.62;

    ἄριστα πεποίηται Il.6.56

    ;

    πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811

    ;

    τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12

    ;

    ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134

    fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;

    οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911

    , etc.;

    τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010

    ; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.
    2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;

    μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17

    ; also

    εὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8

    ; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)

    κακῶς π. D.1.18

    ; in LXX with Prep.,

    π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29

    ;

    ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115

    ;

    κοὐκ οἶδ' ὅ τι χρῆμά με ποιεῖς Ar.V. 697

    , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,

    τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19

    ;

    ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12

    codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,

    τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8

    :—in [voice] Med.,

    φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152

    ,5.37.
    3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;

    πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1

    ;

    ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9

    ;

    μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d

    ; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,

    εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24

    , cf. Pl.Phd. 60c;

    καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13

    ;

    οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c

    ; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,

    καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e

    ;

    καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110

    , cf. 1.28;

    εὖ ποιοῦν

    fortunately,

    Id.23.143

    .
    4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.
    II abs., to be doing, act,

    ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11

    ; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.
    b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;

    λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6

    ; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc.,

    πρὸς ἐπιλημπτικούς 1.6

    , al.;

    εἰς τὰ αὐτά 2.133

    : c. dat.,

    στομαχικοῖς Gal.13.183

    : abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.
    2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6.
    C [voice] Med., = προσποιέομαι, pretend, c. inf., Zos.2.14.1, Procop.Arc. 10. ( ποιϝέω perh. from Ποι-ϝό-ς (in κλινοποιός, νεωποιός, τραπεζοποιός, etc.) 'builder', 'maker', cf. Skt. cinóti, cáyati 'arrange in order', 'build'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιέω

  • 4 ἐξαρτίζω

    ἐξαρτίζω (s. ἄρτιος) 1 aor. ἐξήρτισα; pf. pass. ptc. ἐξηρτισμένος (late; Ex 28:7 v.l.).
    to bring someth. to an end, finish, complete (IG XII/2, 538; POxy 296, 7 [I A.D.] of documents; Jos., Ant. 3, 139) ἐ. ἡμᾶς τ. ἡμέρας our time was up Ac 21:5 (cp. Hippocr., Epid. 2, 180 ἀπαρτίζειν τὴν ὀκτάμηνον).
    to make ready for service, equip, furnish (Diod S 14, 19, 5 Vogel v.l.; Lucian; Arrian; Jos., Ant. 3, 43 v.l.; CIG II, 420, 13; Mitt-Wilck. I/2, 176, 10 [I A.D.]; pap, e.g. PAmh 93, 8; PTebt 342, 17) πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος for every good deed 2 Ti 3:17 (with ἐξηρτισμένος πρός τι cp. Diod S 19, 77, 3 ναῦς ἐξηρτισμένας πρὸς τὸν πόλεμον πρὸς τὴν τῶν Ἑλλήνων ἐλευθέρωσιν).—DELG s.v. ἀραρίσκω, s. also ἄρτι. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐξαρτίζω

  • 5 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 6 σάρξ

    σάρξ, σαρκός, ἡ (Hom.+; ‘flesh’).
    the material that covers the bones of a human or animal body, flesh lit. 1 Cor 15:39abcd; Hv 3, 10, 4; 3, 12, 1. The pl. (which denotes flesh in the mass [Lucian, Dial. Mort. 10, 5], whereas the sing. rather denotes the substance.—Herodas 4, 61; Gen 40:19; 1 Km 17:44; 4 Km 9:36; PsSol 4:19; TestJob 13:5; Philo; Jos., Ant. 12, 211; Just., A I, 26, 7; Mel., P. 52, 383; Ath. 34, 2) Lk 24:39 v.l.; Rv 19:18, 21 (4 [6] Esdr [POxy 1010, 16] cannibalism out of hunger, sim. Mel., P. 52, 383; Quint. Smyrn. 11, 245: the σάρκες of the slain are food for the birds) B 10:4; metaph. Rv 17:16. It decays 1 Cl 25:3; cp. Ac 2:31 (cp. 2a below). Normally gives forth an evil odor when burned MPol 15:2. W. bones (s. ὀστέον) 1 Cl 6:3 (Gen 2:23); Lk 24:39; Eph 5:30 v.l. (metaph.). Paul speaks of his illness as a σκόλοψ τῇ σαρκί (s. σκόλοψ) 2 Cor 12:7. ἡ ἐν σαρκὶ περιτομή the physical circumcision (cp. Just., D. 10, 1 al.) Ro 2:28; cp. Eph 2:11b; Col 2:13 (ἀκροβυστία 2); Gal 6:13 (ἡ σάρξ=the flesh that is circumcised); B 9:4. Metaph.: the corrosion on the precious metals of the rich φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ Js 5:3.—Ign. describes the elements of the Eucharist as σὰρξ (or αἷμα) Ἰησοῦ Χριστοῦ IRo 7:3; IPhld 4; ISm 7:1. Also J 6:51–56 urges that one must eat the flesh (and drink the blood) of the Human One or Son of Man (Just., A I, 66, 2; s. TPhilips, Die Verheissung der hl. Eucharistie nach Joh. 1922; Bultmann ad loc.; AWikenhauser ’48, 105f).—His anti-Docetic position also leads Ign. to use the concept ‘flesh (and blood) of Christ’ in other contexts as well ITr 8:1; IPhld 5:1.—For Mt 16:17; Gal 1:16; Eph 6:12; and 1 Cor 15:50 s. 3a.
    the physical body as functioning entity, body, physical body
    as substance and living entity (Aeschyl., Sept. 622: opp. νοῦς; Ex 30:32; 4 Km 6:30; TestAbr A 20 p. 103, 6 [Stone p. 54] πάντα τὰ μέλη τῆς σαρκός μου; w. καρδία or ψυχή Alex. Aphr., An. p. 98, 7–10 Br.; Ps 37:8; 62:2; Eccl 2:3; Ezk 11:19; 44:7 a1.; Jos., Bell. 6, 47, Ant. 19, 325; Ar.15, 7) οὔτε ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν Ac 2:31 (but s. 1). W. ψυχή 1 Cl 49:6 (Tat. 13:2 al.). W. καρδία Ac 2:26 (Ps 15:9).—Eph 5:29. ἑόρακαν τὸ πρόσωπόν μου ἐν σαρκί they have seen me face to face Col 2:1. ἕως ἂν τὸν χριστὸν ἐν σαρκὶ ἴδῃ before he had seen the Messiah in person GJs 24:4 (cp. Lk 2:26). Opp. πνεῦμα (Ath. 31:3; PGM 5, 460 ἐπικαλοῦμαί σε τὸν κτίσαντα πᾶσαν σάρκα κ. πᾶν πνεῦμα) 1 Cor 5:5; 2 Cor 7:1; Col 2:5; 1 Pt 4:6; Hm 3:1; 10, 2, 6; cp. AcPl Ant 13:17 (=Aa, I 237, 2; s. οἶδα); also in relation to Christ (though this is disputed) J 6:63; Hs 5, 6, 5–7; cp. 1 Ti 3:16.—ἀσθένεια τῆς σαρκός bodily ailment Gal 4:13; s. vs. 14. ἀσθενὴς τῇ σαρκί weak in the body Hs 9, 1, 2. ὁ ἀλγῶν σάρκα the one who is ill in body B 8:6. πάσχειν σαρκί 1 Pt 4:1b. Cp. 2 Cor 7:5. ἡ τῆς σαρκὸς καθαρότης the purity of the body Hb 9:13 (opp. καθαρίζειν τὴν συνείδησιν vs. 14). σαρκὸς ἀπόθεσις ῥύπου 1 Pt 3:21 (s. ῥύπος 1). The σάρξ is raised fr. the dead (s. ParJer 6:9; Theoph. Ant. 1, 7 [74, 2]) 1 Cl 26:3; 2 Cl 9:1. ἀνάστασις σαρκός AcPlCor 1:12; 2:24 (σαρκὸς ἀνάστασιν Just., D. 80, 5); cp. ἀναστήσεσθε ἔχοντες ὑγιῆ τὴν σάρκα AcPlCor 2:32. Of the body of Christ during his earthly ministry Eph 2:14 (JHart, The Enmity in His Flesh: Exp. 6th ser., 3, 1901, 135–41); Hb 10:20; 1 Pt 3:18; 4:1a; 1J 4:2; 2J 7; B 5:1, 10f; 6:7, 9; 7:5; 12:10; IEph 7:2; Pol 7:1; AcPlCor 2:6b. Married couples form μία σάρξ (Gen 2:24; s. Ath. 33, 2 τὴν σάρκα πρὸς σάρκα … κοινωνίαν.—GAicher, Mann u. Weib ein Fleisch: BZ 5, 1907, 159–65) Mt 19:5f; Mk 10:8ab; 1 Cor 6:16; Eph 5:31 (on these passages, TBurkill, ZNW 62, ’71, 115–20). δικαιώματα σαρκός behind ‘all sorts of ceremonial washings’ there are regulations that concern the physical body Hb 9:10.—On ὑποτάγητε τῷ ἐπισκόπῳ ὡς ὁ Χριστὸς τῷ πατρὶ κατὰ σάρκα IMg 13:2 s. Hdb. ad loc. and MRackl, Die Christologie des hl. Ignatius v. Ant. 1914, 228.—πνεῦμα δυνάμεως … ὁ θεὸς … κατέπεμψεν εἰς σάρκα τουτέστιν εἰς τὴν Μαρίαν God sent a powerful spirit (prob. a ref. to the kind of divine breath that brought the first human being to life [Gen 2:7]) into flesh, that is, into Mary AcPl Ha 8, 26=BMM recto 34; s. AcPlCor 1:14.
    as someth. with physical limitations, life here on earth (ApcEsdr 4:4 p. 28, 3 Tdf. σάρκα ἀνθρωπίνην φορῶ) θλῖψιν τῇ σαρκὶ ἕξουσιν 1 Cor 7:28. Cp. 2 Cor 4:11; Col 1:24. Of Christ τὸ σῶμα τῆς σαρκὸς αὐτοῦ his body with its physical limitations Col 1:22; cp. 2:11 and s. cα below (cp. En 102:5 τὸ σῶμα τῆς σαρκὸς ὑμῶν; 1QpHab 9:2; Orig., C. Cels. 6, 29, 25).—Of human life: ἀποδημεῖν τῆς σαρκός MPol 2:2 (s. ἀποδημέω). ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκί Phil 1:24. ζῆν ἐν σαρκί vs. 22; Gal 2:20. ἐν ς. περιπατεῖν 2 Cor 10:3a. ἐν ς. τυγχάνειν Dg 5:8a. ὄντος ἔτι ἐν ς. σου AcPlCor 1:6. τὸν ἐπίλοιπον ἐν ς. χρόνον 1 Pt 4:2. ἡ ἐπιδημία τῆς σαρκὸς ταύτης our sojourn in life 2 Cl 5:5. ἐν τῇ σαρκί in our earthly life 8:2.
    as instrument of various actions or expressions.
    α. In Paul’s thought esp., all parts of the body constitute a totality known as ς. or flesh, which is dominated by sin to such a degree that wherever flesh is, all forms of sin are likew. present, and no good thing can live in the σάρξ Ro 7:18 (cp. Philo, Gig. 29 αἴτιον δὲ τῆς ἀνεπιστημοσύνης μέγιστον ἡ σὰρξ καὶ ἡ πρὸς σάρκα οἰκείωσις; Sextus 317 ἀγαθὸν ἐν σαρκὶ μὴ ἐπιζήτει. The OT lays no stress on a necessary relationship betw. flesh as a substance, and sin. But for Epicurus the σάρξ is the bearer of sinful feelings and desires as well as the means of sensual enjoyment: Ep. in Plut., Mor. 135c; 1087bf; 1089e; 1096c αἱ τῆς σαρκὸς ἐπιθυμίαι. Also Diog. L. 10, 145. Likew. Plut. himself: Mor. 101b ταῖς τῆς σαρκὸς ἡδοναῖς; 672e; 688d; 734a; Ps.-Plut., Mor. 107f σαρκὶ καὶ τοῖς πάθεσι ταύτης; Maximus Tyr. 33, 7a. Cp. 4 Macc 7:18 τὰ τῆς σαρκὸς πάθη; Philo, Deus Imm. 143 σαρκὸς ἡδονή, Gig. 29; TestJud 19:4; TestZeb 9:7; ApcMos 25 [p. 14, 2 Tdf.] εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς σαρκός); Ro 6:19; 7:25 (opp. νοῦς); 8:3a, 4–9 (cp. Persius 2, 63 scelerata pulpa, which contaminates devotion to deity), 12f; Gal 5:13, 24; Col 2:23; Jd 23; AcPlCor 2:11, 15; Dg 6:5 (opp. ψυχή, as Plut., Mor. 101b). Opp. τὸ πνεῦμα Ro 8:4, 5, 6, 9, 13; Gal 3:3; 5:16, 17ab; 6:8ab; J 3:6; B 10:9. τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής (cp. Orig., C. Cels. 2, 25, 8) Mt 26:41; Mk 14:38; Pol 7:2. σὰρξ ἁμαρτίας sinful flesh Ro 8:3b. ἐπιθυμία (τῆς) σαρκός (cp. Maximus Tyr. 20, 9f σαρκῶν … ἐπιθυμίας) Gal 5:16; 1J 2:16; B 10:9. Pl. Eph 2:3a, cp. b; 2 Pt 2:18; cp. Ro 13:14. τὰ ἔργα τῆς σαρκός Gal 5:19 (s. Vögtle at πλεονεξία). τὰ θελήματα τῆς σαρκός Eph 2:3b. ὁ νοῦς τῆς σαρκός Col 2:18. τὸ σῶμα τῆς σαρκός the body of (sinful) flesh 2:11; cp. 1:22 and s. b above (cp. Sir 23:17 σῶμα σαρκὸς αὐτοῦ; En 102:5 τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν). τὰ τῆς σαρκός what pertains to (sinful) flesh Ro 8:5b. ἐν (τῇ) σαρκὶ εἶναι be in an unregenerate (and sinful) state Ro 7:5; 8:8f. τὰ ἔθνη ἐν σαρκί Eph 2:11a. κατὰ σάρκα εἶναι Ro 8:5a; ζῆν vs. 12b; 13; Dg 5:8b; περιπατεῖν Ro 8:4; 2 Cor 10:2; βουλεύεσθαι 1:17; στρατεύεσθαι 10:3b; cp. IRo 8:3 (opp. κατὰ γνώμην θεοῦ).
    β. source of the sexual urge. The σάρξ is the source of the sexual urge, without any suggestion of sinfulness connected w. it ἐκ θελήματος σαρκὸς ἐγεννήθησαν J 1:13.
    as someth. attractive 2 Pt 2:10 (a Hebraism, cp. Judg 2:12; 3 Km 11:10; Sir 46:10). S. also 3b.
    one who is or becomes a physical being, living being with flesh
    of humans person, human being: πᾶσα σάρξ every person, everyone (LXX; TestAbr B 7 p. 112, 3 [Stone p. 72]; GrBar 4:10; ApcEsdr 7:7; ApcMos 13 [p. 7, 1 Tdf.]; Mel., P. 55, 400: for כָּל-בָּשָׂר; s. πᾶς 1aα) Lk 3:6 (Is 40:5); J 17:2; Ac 2:17 (Jo 3:1); 1 Pt 1:24 (Is 40:6); 1 Cl 59:3; 64; 2 Cl 7:6; 17:5 (the last two Is 66:24); AcPlCor 2:6a. οὐ πᾶσα σάρξ no person, nobody (En 14:21 end.—W-S. §26, 10a; B-D-F §275, 4; 302, 1; Rob. 752) Mt 24:22; Mk 13:20; Ro 3:20 (cp. Ps 142:2 πᾶς ζῶν); 1 Cor 1:29 (μή); Gal 2:16.—Though ς. in the foll. passages refers to body in its physical aspect, it cannot be divorced from its conjunction with αἷμα, and the unit σὰρξ καὶ αἷμα (cp. Sir 17:31; TestAbr B 13 p. 117, 26 [Stone p. 82]; Philo, Quis Div. Rer. Her. 57; Just., D. 135, 6) refers to a human being in contrast to God and other transcendent beings Mt 16:17; Gal 1:16; Eph 6:12 (here vice versa, αἷ. καὶ ς.). τὰ παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός the children share mortal nature Hb 2:14, but with suggestion of its frailty, as indicated by the context with its ref. to death. Because they are the opposites of the divine nature σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύναται 1 Cor 15:50 (JJeremias, NTS 2, ’56, 151–59). For Jd 7 s. b next. Cp. AcPl Ant 13, 17 (=Aa I 237, 2) σαρκί personally (s. οἶδα 2).
    of transcendent entities ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο J 1:14 (RSeeberg, Festgabe AvHarnack dargebracht 1921, 263–81.—Artem. 2, 35 p. 132, 27 ἐὰν σάρκινοι οἱ θεοὶ φαίνωνται; Synes., Dio 6 p. 45b).—Of flesh other than human: ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας after another kind of flesh (cp. Judg 2:12 ὀπίσω θεῶν ἑτέρων) i.e. of divine messengers who take on ς. when they appear to humans (so Windisch et al.; difft. Frame et al. of same-sex activity) Jd 7.
    human/ancestral connection, human/mortal nature, earthly descent (Did., Gen. 144, 25) Ἀβραὰμ τὸν προπάτορα ἡμῶν κατὰ σάρκα Ro 4:1 (Just., D. 43, 7 al.). οἱ συγγενεῖς μου κατὰ σάρκα 9:3. τοὺς τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας Hb 12:9. τὸν Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα the earthly Israel 1 Cor 10:18 (opp. τὸν Ἰσραὴλ τοῦ θεοῦ Gal 6:16). Of natural descent τὰ τέκνα τῆς σαρκός children by natural descent Ro 9:8 (opp. τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας). ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα γεγέννηται Gal 4:23; cp. vs. 29. μου τὴν σάρκα my compatriots Ro 11:14 (s. Gen 37:27).—Of Christ’s physical nature Ro 8:3c; Hb 5:7. Christ is descended fr. the patriarchs and fr. David (τὸ) κατὰ σάρκα according to the human side of his nature, as far as his physical descent is concerned Ro 1:3 (JDunn, Jesus: Flesh and Spirit [Ro 1:3f], JTS 24, ’73, 40–68); 9:5; 1 Cl 32:2; IEph 20:2. The context of 2 Cor 11:18 includes ancestry as a reason for boasting, but ς. in this pass. applies as well to other aspects of Paul’s career and therefore belongs more properly in 5.
    the outward side of life as determined by normal perspectives or standards, a transf. sense of 1 and 2. Usually w. κατά indicating norm or standard σοφοὶ κατὰ σάρκα wise (people) according to human standards 1 Cor 1:26. καυχᾶσθαι κατὰ (τὴν) σάρκα boast of one’s outward circumstances, i.e. descent, manner of life, etc. (cp. 11:22) 2 Cor 11:18. κατὰ σάρκα Χριστόν Christ (the Messiah) from a human point of view or as far as externals are concerned 5:16b, cp. a (κατά B5bβ and 7a; also VWeber, BZ 2, 1904, 178–88; HWindisch, exc. ad loc.; Rtzst., Mysterienrel.3, 374–76; FPorter, Does Paul Claim to Have Known the Historical Jesus [2 Cor 5:16]?: JBL 47, 1928, 257–75; RMoxon, CQR 108, 1929, 320–28). οἱ κατὰ σάρκα κύριοι those who, according to human standards, are masters Eph 6:5; Col 3:22. ὑμεῖς κατὰ τὴν ς. κρίνετε you judge by outward things, by externals J 8:15. Of the route taken in one’s earthly life ἡ ὁδὸς ἡ κατὰ σάρκα IRo 9:3.—ἐν σαρκὶ πεποιθέναι place one’s trust in earthly things or physical advantages Phil 3:3f. εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί Gal 6:12. Onesimus is a beloved brother to Philemon καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν κυρίῳ both as a human being (=personally, in the external relationship betw. master and slave) and as a Christian Phlm 16. ὑμῶν δὲ ἐν σαρκὶ ἐπισκόπῳ IEph 1:3 (cp. IMg 3:2).—HWindisch, Taufe u. Sünde 1908; EBurton, ICC Gal. 1920, 492–95; WSchauf, Sarx 1924; WBieder, Auferstehung des Fleisches od. des Leibes?: TZ 1, ’45, 105–20. W. special ref. to Paul: Ltzm., Hdb. exc. on Ro 7:14 and 8:11; Lohmeyer (ἁμαρτία 3a); EKäsemann, Leib u. Leib Christi ’33; RGrant, ATR 22, ’40, 199–203; RBultmann, Theologie des NTs ’48, 228–49 (Engl. tr. by KGrobel, ’51 I, 227–59); LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 267–70; E Schweizer, Die hellenist. Komponente im NT sarx-Begriff: ZNW 48, ’57, 237–53; two in KStendahl, The Scrolls and the NT, ’57: KKuhn, 94–113 and WDavies, 157–82; JPryke, ‘Spirit’ and ‘Flesh’ in Qumran and NT: RevQ 5, ’65, 346–60; DLys, La chair dans l’AT ’67; ASand, D. Begriff ‘Fleisch’ ’67 (Paul); RJewett, Paul’s Anthropological Terms ’71, 49–166. On Ign.: CRichardson, The Christianity of Ign. of Ant. ’35, esp. 49 and 61. S. also the lit. s.v. πνεῦμα, end.—B. 202. DELG. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σάρξ

  • 7 ἀργός

    ἀργός, ή, όν (contr. fr. ἄεργος ‘without performance’, s. ἔργον; Aeschyl., Hdt. et al.; Herm. Wr. 11, 5; ins, pap, LXX; Philo; Joseph.; on the number of endings s. Nägeli 31; B-D-F §69, 1).
    pert. to being without anything to do, unemployed, idle (BGU 1078, 6ff [39 A.D.] οὐ γὰρ ἀργὸν δεῖ με καθῆσθαι). Of unemployed in the marketplace Mt 20:3, 6 (Aesop, Fab. 81 H.=291 P.=Babr. 20, 3 ἀργὸς εἱστήκει=stood idle). Of unoccupied widows 1 Ti 5:13 (twice). μὴ ἀ. μεθʼ ὑμῶν ζήσεται Χριστιανός D 12:4.
    pert. to being unwilling to work, idle, lazy (Sir 37:11) ἀ. πρὸς τ. ἔντευξιν neglectful of, careless in prayer Hs 5, 4, 3f (ἀ. πρός τι as Vi. Aesopi I c. 15 p. 268, 2 Eberh.; Wsd 15:15). ἐπὶ πᾶν ἔργον ἀγαθόν for every good work 1 Cl 34:4 (w. παρειμένος). ὄρνεα ἀ. καθήμενα B 10:4. Of Cretans γαστέρες ἀργαί lazy gluttons Tit 1:12 (fr. Epimenides? cp. Vorsokr.5 3 Fgm. B 1. f [=4th ed. II 188]; Plut., Mor. 1108c. See MDibelius, Hdb. ad loc.—With this unfavorable description of persons cp. Diod S 19, 41, 1 ὦ κακαὶ κεφαλαί).
    pert. to being unproductive, useless, worthless (SIG 884, 23f; PAmh 97, 9f; Wsd 14:5; 15:15; Philo, Spec. Leg. 2, 86; 88; Jos., Ant. 12, 378) ἡ πίστις χωρὶς τ. ἔργων ἀ. ἐστιν faith without deeds is useless Js 2:20 (νεκρά v.l. and κενή P74); ἀ. εἰς τ. Χριστοῦ ἐπίγνωσιν (w. ἀκαρπος) 2 Pt 1:8 (cp. OdeSol 11:23); ῥῆμα ἀ. a careless utterance which, because of its worthlessness, had better been left unspoken (Pythagoras in Stob., Flor. III 34, 11 p. 684 W. αἱρετώτερόν σοι ἔστω λίθον εἰκῆ βαλεῖν ἢ λόγον ἀργόν; cp. Jos., Ant. 15, 224) Mt 12:36 (EbNestle, Philologica Sacra, 1896, 58f; Jülicher, Gleichn. 126; JViteau, La Vie spirituelle ’31, 16–28: abuse, slander; EStauffer, Von jedem unnützen Wort: EFascher Festschr., ’58, 94–102).—B. 315. DELG s.v. ἔργον. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀργός

  • 8 κανών

    A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:
    1 in pl., staves which preserved the shape of the shield, [ ἀσπίδα]

    δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407

    , cf. 8.193, Them.Or.21.257a.
    2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th. 822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn.D.37.631.
    3 ruddled line used by masons or carpenters,

    πύργους.. ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6

    ;

    βάθρα φοίνικι κανόνι.. ἡρμοσμένα Id.HF 945

    ; also

    κ. λίθινος

    rule, straight-edge,

    IG12.313.113

    , 373.217, al., cf. Pl.Phlb. 56b, X.Ages.10.2, AP11.120 ([place name] Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5;

    κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199

    ;

    ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108

    (Lebad., ii B. C.);

    κανόνεσσι.. μετρήσασθαι A.R.1.724

    , cf. Ar.Av. 1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN 1137b31 (unless = κῦμα)

    ; κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh. 1354a26

    .
    b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).
    c metaph.,

    κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra. 799

    ;

    λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp. 650

    .
    6 in pl., reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).
    7 bed-post, LXXJu.13.6.
    8 in pl., poles from which the ancilia were suspended when carried, D.H.2.71.
    9 pl., bars of a window, PSI5.547.9(iii B. C.).
    10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κ., ib.2.2, 3.1 tit.
    11 cross-bar of κιθάρα, Porph.inHarm.p.207.
    II metaph., rule, standard,

    κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec. 602

    ;

    γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον Id.El.52

    ;

    κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5

    ; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος.. ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων)

    ὤν Arist.EN 1113a33

    , cf. Arr.Epict.3.4.5;

    τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296

    ;

    ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.

    ; ὁ Ἐπικούρου κ. his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κ. LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr. 312.
    2 in Art, model, standard, ὁ κ., a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature,

    Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κ., Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3

    .
    c of a person, severe critic, κ. scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.
    3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm,

    οἱ κ. τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25

    .
    b metrical scheme showing all possible forms of a verse, Heph.14.1, al.
    4 in Astronomy and Chronology, table of dates,

    κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27

    ; sg., κανών, , system of chronology, D.H.1.74.
    5 limit, boundary, expl. as τὸ μέτρον τοῦ πηδήματος, Poll.3.151.
    b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.
    6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κ. the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κ. POxy.2124.10 (iv A. D.).
    7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανών

  • 9 ἐξαρτίζω

    A complete, finish,

    τὰς ἡμέρας Act.Ap.21.5

    ; finish a building, IG12(2).538 ([place name] Mytilene); [ βιβλία] POxy.296.7 (i A. D.):—[voice] Pass., πόδες (sc. τραπέζης)

    ἕως τῶν κάτω τελέως -ισμένοι J.AJ3.6.6

    .
    II equip and dispatch,

    σκάφας εἰς.. Peripl.M.Rubr.33

    :—[voice] Pass., πλοῖα, γένη, ib.19,14; simply, equip,

    ναῦς -ισμένας D.S.19.77

    ; furnish, supply, Wilcken Chr.176.10 (i A. D.):— [voice] Pass.,

    ἐξηρτισμένον ἅπασι

    completely furnished,

    PAmh.2.93.8

    (ii A. D.);

    πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος 2 Ep.Ti.3.17

    : c. acc., provide oneself with,

    τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Luc.VH1.33

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρτίζω

  • 10 φῶς

    φῶς, φωτός, τό (Trag.+ [in Hom. φάος or φόως]; loanw. in rabb.) ‘light’
    light in contrast to darkness, light
    in the physical realm καθόλου τὸ φῶς μὴ βλέπειν (of Judas) Papias (3:2).—Opp. σκότος, as Job 18:18; En 104:8; PGM 5, 101; 7, 262; 13, 335; Theoph. Ant. 1, 2 (p. 60, 7) 2 Cor 4:6 (cp. Gen 1:3ff); 6:14. Not present at night J 11:10. λευκὸς ὡς τὸ φ. Mt 17:2. νεφέλη φωτός a bright cloud vs. 5 v.l. (TestAbr A 9 p. 87, 12 [Stone p. 22]). Of the light of the sun (φ. ἡλίου: Dio Chrys. 57 [74], 20 fr. Eur., Hippol. 617; Ael. Aristid. 45, 29 K.=8 p. 95 D; ApcZeph; Just., D. 128, 4; τὸ φ. τοῦ ἡλίου Theoph. Ant. 1, 2 [p. 60, 16]) Rv 22:5b; of a wondrous star IEph 19:2ab. Of lamp-light (Jer 25:10; Jos., Ant. 12, 319) Lk 8:16; 11:33 (v.l. φέγγος); J 5:35 (in imagery); Rv 18:23; 22:5a. Light fr. a transcendent source (Ael. Aristid. 49, 46 K.=p. 500, 17 D. ἐγένετο φῶς παρὰ τῆς Ἴσιδος; Marinus, Vi. Procli 23: a halo of light around Proclus’ head moves the beholder to προσκύνησις): an angel Ac 12:7; 2 Cor 11:14 (here ἄγγελος φωτός [cp. 1QS 3:20] is a messenger of the world of light in contrast to Satan); of Paul’s conversion experience Ac 9:3; 22:6 (both w. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, as X., Cyr. 4, 2, 15; Dio Chrys. 11 [12], 29), 9, 11; 26:13 (οὐρανόθεν); the heavenly city Rv 21:24 (s. also bα below). ἐφάνη φῶς μέγα ἐν τῷ σπηλαίῳ a bright light appeared in the cave GJs 19:2, followed by φῶς ἐκεῖνο ὑπεστέλλετο that light faded out. ἦν τὸ ὄρος ἐκεῖνο διαφαίνων (pap=διαφαῖνον) αὐτῇ φ. that mountain was shining a light for her GJs 22:3.—In imagery: (εἰς φ. ἐλθεῖν=‘become apparent’ Hippol., Ref. 4, 28, 4) ἐν τῷ φωτί in the open, publicly (φ. of ‘the open’ X., Ages. 9, 1.—Opp. ἐν τῇ σκοτίᾳ) Mt 10:27; Lk 12:3 (Proverbia Aesopi 104 P.: ἅπερ ἐν νυκτὶ καλύπτεται, ταῦτα εἰς φῶς λαληθέντα … ‘what is hidden in the night gets talked about in the light’). Of an evil-doer it is said: μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς J 3:20 (cp. Eur., Iph. T. 1026 κλεπτῶν γὰρ ἡ νύξ, τῆς δʼ ἀληθείας τὸ φῶς=the night’s for thieves, the light’s for truth; Plut., Mor. 82b, Contra Volupt. in Stob., Anthol. 3, 6, 33 vol. III 299 H.; Philo, De Jos. 68, Spec. Leg. 1, 319–23; TestNapht 2:10).
    in a transcendent sense
    α. the passages in the central portion of 1a above show that light is the element and sphere of the divine (Ael. Aristid. 28, 114 K.=49 p. 528 D.: τοῦ θεοῦ φῶς; SibOr 3, 787 ἀθάνατον φ.; Tat. 13, 2 λόγος … ἐστὶ τὸ τοῦ θεοῦ φ.—Iren. 1, 4, 1 [Harv. I 32, 1]). God is called φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον 1 Ti 6:16 (Plut., Pericl. 173 [39, 2] the gods dwell in τὸν τόπον ἀσάλευτον φωτὶ καθαρωτάτῳ περιλαμπόμενον, Mor. 567f: the divine φωνή proceeds fr. a φῶς μέγα that suddenly shines forth), or it is said that God dwells ἐν τῷ φωτί 1J 1:7b. In fact, God is described as light pure and simple ὁ θεὸς φῶς ἐστιν vs. 5 (Philo, Somn. 1, 75; cp. TestJob 4:1 εἶπεν τὸ φῶς; ParJer 6:12; Ath. 31, 3 πάντα δὲ φῶς αὐτὸν ὄντα.—OSchaefer, StKr 105, ’33, 467–76). Cp. Dg 9:6. Likew. the Divine Redeemer (ParJer 9:14 τὸ φῶς τῶν αἰώνων πάντων) in the Fourth Gospel: J 1:7–9 (FAuer, Wie ist J 1:9 zu verstehen?: ThGl 28, ’36, 397–407); 12:35ab, 36ab (for 1J 2:8 s. β; on divinity as light s. RCharles, The Book of Enoch 1912, 71f; GWetter, Phōs [ΦΩΣ] 1915. S. also MDibelius, Die Vorstellung v. göttl. Licht: Deutsche Literaturzeitung 36, 1915, 1469–83 and MNilsson, GGA 1916, 49ff; FDölger, Die Sonne der Gerechtigkeit 1918, Sol Salutis 1920; WBousset, Kyrios Christos 2, 1921, 173; 174, 2 and 3; HJonas, Gnosis u. spätantiker Geist I ’34; Dodd 133–36; 183–87 al.; EGoodenough, By Light, Light: The Mystic Gospel of Hellenistic Judaism ’35; RBultmann, Z. Gesch. der Lichtsymbolik im Altertum: Philol 97, ’48, 1–36; 1QH 4:6; 18:29; BGU 597, 33 [I A.D.]). Jesus calls himself τὸ φῶς τοῦ κόσμου J 8:12a; 9:5; 12:46; cp. 3:19a (Mel., P. 103, 795; Wetter, ‘Ich bin das Licht der Welt’: Beiträge zur Religionswissenschaft I/2, 1914, 171ff), and is called τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων 1:4 (Ael. Aristid. 45, 33 K.=8 p. 97 D.: Sarapis as κοινὸν ἄπασιν ἀνθρώποις φῶς; hymn to Anubis fr. Kios [IAndrosIsis, p. 139] 7: Isis as φῶς πᾶσι βροτοῖσι). His very being is light and life (ζωή 2aβ; s. JWeisengoff, CBQ 8, ’46, 448–51) 1:4. Cp. also vs. 5; 3:19b, 21; Lk 2:32 (Jesus is a φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν).—FDölger, Lumen Christi: Ac V/1, ’35, 1–43. The martyr καθαρὸν φῶς λαμβάνει receives the pure light of heaven IRo 6:2.
    β. light, that illuminates the spirit and soul of humans (OdeSol 11:19 μεταβληθέντες ἀπὸ σκότους εἰς τὸ φῶς; JosAs 15:13 ἀναγαγεῖν με εἰς τὸ φῶς; Mel., P. 68, 491 ῥυσάμενος … ἐκ σκότους εἰς φῶς; Philosoph. Max. 499, 39 σωφροσύνη … ψυχῆς φῶς ἐστιν), is gener. the element in which the redeemed person lives, rich in blessings without and within (En 5:6 σωτηρία, φῶς ἀγαθόν; vs. 8 φ. καὶ χάρις; PsSol 3:12 ἡ ζωὴ αὐτῶν ἐν φωτὶ κυρίου): τότε ῤαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου then your light will break out early in the morning B 3:4 (Is 58:8; s. πρόϊμος, end). Of God δεῖξαι αὐτῷ (God’s servant) φῶς 1 Cl 16:12 (Is 53:11); of Messianic salvation, the gospel, etc. (opp. σκοτία, σκότος) Mt 4:16ab; AcPl Ha 8, 32f (Is 9:1ab; cp. Lucian, Nigr. 4 ἔχαιρον ὥσπερ ἐκ ζοφεροῦ ἀέρος ἐς μέγα φῶς ἀναβλέπων ‘I rejoiced, looking up as it were from a gloomy atmosphere into a bright light’); Ac 26:18; Eph 5:13; Col 1:12; 1 Pt 2:9; 1 Cl 36:2; 59:2; 2 Cl 1:4. τὸ φῶς τῆς ζωῆς (cp. 1QS 3:7) J 8:12b. τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν (ParJer 9:3 φ. ἀληθινόν; cp. τὸ τῆς ἀληθείας φ. Did., Gen. 87, 23f; Orig., C. Cels. 5, 13, 20; saying of Pythagoreans: WienerStud 8, 1886 p. 280 no. 118 in contrast to σκότος; cp. TestJob 43:6 ὁ τοῦ σκότους καὶ οὐχὶ τοῦ φωτός [of Elihu]) 1J 2:8, cp. J 1:9 (s. α above). φῶς καταγγέλλειν Ac 26:23. To be filled w. Christian truth means ἐν τῷ φωτὶ περιπατεῖν 1J 1:7a, εἶναι 2:9, μένειν vs. 10. Such persons are called υἱοὶ τοῦ φωτός Lk 16:8; J 12:36c (cp. 1QS 1:9 et passim); 1 Th 5:5; τέκνα φωτός Eph 5:8b (ESelwyn, 1 Pt ’46, 375–82; KKuhn, NTS 7, ’61, 339: 1QS 3:20; 5:9, 10); τέκνα φωτὸς ἀληθείας IPhld 2:1 (Porphyr., Ep. ad Marcellam 20 φῶς τοῦ θεοῦ τῆς ἀληθείας; Simplicius p. 88, 3; 138, 30 Düb. τὸ τῆς ἀληθείας φῶς). They put on τὰ ὅπλα τοῦ φωτός Ro 13:12, travel the ὁδὸς τοῦ φωτός B 18:1; 19:1, 12, and produce the καρπὸς τοῦ φωτός Eph 5:9. The rdg. τ̣ο̣ [φω]ς Ox 1081, 29 is better restored after the Coptic SJCh as τέλος (q.v. 1).
    γ. bearers or bringers of this kind of light (φῶς of persons: Od. 16, 23; Anacr. 51 Diehl [32 Page; 124 Bergk] φάος Ἑλλήνων; Pind., I. 2, 17; Trag.; Biogr. p. 453 Hippocr. as ἀστήρ and φῶς of the healing art; TestJob 53:3 Job as φῶς τῶν τυφλῶν; SIG 1238, 2 [c. 160 A.D.] Φήγιλλα, τὸ φῶς τῆς οἰκίας) Is 49:6 φῶς ἐθνῶν is referred to Paul and Barnabas Ac 13:47, and to Christ B 14:8 (as Just., D. 65, 7); cp. 14:7 (Is 42:6) and cp. bα above. The Ἰουδαῖος considers himself a φῶς τῶν ἐν σκότει Ro 2:19. Jesus’ disciples are τὸ φῶς τοῦ κόσμου Mt 5:14; cp. vs. 16.—On Is 49:6 s. HOrlinsky, The 75th Anniv. Vol. of the JQR ’67, 409–28.
    δ. by metonymy, one who is illuminated or filled w. such light, or who stands in it Eph 5:8a (s. 1bβ above).—On the dualism of light and darkness, etc., s. Hebr. texts in the Dead Sea scrolls: KKuhn, ZTK 47, ’50, 192–211; WBrownlee, Excerpts fr. theTransl. of the Dead Sea Manual of Discipline: BASOR no. 121, ’51, 8–13; HPreisker, TLZ 77, ’52, 673–78; CHowie, The Cosmic Struggle: Int 8, ’54, 206–17.
    that which gives/bears light, torch, lamp, lantern, etc. (X., Hell. 5, 1, 8 φῶς ἔχειν; Musaeus vs. 224 of a λύχνος. Pl.: Plut., Ant. 927 [26, 6], Pelop. 284 [12, 3] al.; Lucian, Philops. 31) Ac 16:29. Fire, which furnishes both light and heat (X., Hell. 6, 2, 29; Cyr. 7, 5, 27; 1 Macc 12:29) Mk 14:54 (GBuchanan, ET 68, ’56, 27); Lk 22:56. Heavenly bodies (Manetho, Apotel. 6, 146 sun and moon δύο φῶτα; likew. Dio Chrys. 23 [40], 38; Ptolem., Apotel. 2, 13, 8; 3, 3, 3; 3, 5, 3 al. τὰ φ=constellations; Vett. Val. index II p. 384; PGM 13, 400; Ps 135:7; Jer 4:23): God is πατὴρ τῶν φώτων Js 1:17 (TestAbr B 7 p. 111, 11 [Stone p. 70] φῶς καλούμενον πατὴρ τοῦ φωτός; cp. ApcMos 36; 38); the sun as τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου J 11:9 (Macrobius, Saturnal. 1, 23, 21 ἥλιε παντοκράτορ, … κόσμου φῶς; cp. Ps.-Demosth. 60, 24). Of the eye as an organ of light (Eur., Cycl. 633 φῶς Κύκλωπος; Ath. 32, 2) Mt 6:23; Lk 11:35.
    that which is illuminated by light: πᾶν τὸ φανερούμενον φῶς ἐστιν everything that becomes visible is (= stands in the) light Eph 5:14.—CMugler, Dictionnaire historique de la terminologie optique des Grecs ’64.—B. 60. Cp. φέγγος; s. Schmidt, Syn. I 563–98. DELG s.v. φάε. Frisk s.v. φάος. New Docs 1, 98f. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φῶς

См. также в других словарях:

  • συμβλητός — ή, ό / συμβλητός, ή, όν, ΝΑ [συμβάλλω] αυτός που αποτελείται από πολλά συμβλήματα, από πολλά κομμάτια, όπως λ.χ. ο ιστός ή το πηδάλιο τού πλοίου αρχ. 1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με κάποιον άλλο (α. «πᾱν ἀγαθὸν πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»